ψάλτρια

ψάλτρια
η, ΝΑ, και ψάλτρα Ν
βλ. ψάλτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ψαλτρίᾳ — ψαλτρίᾱͅ , ψάλτρια female harper fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψάλτρια — female harper fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψάλτρια — η θηλ. του ψάλτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψαλτρίας — ψαλτρίᾱς , ψάλτρια female harper fem acc pl ψαλτρίᾱς , ψάλτρια female harper fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψάλτρι' — ψάλτρια , ψάλτρια female harper fem nom/voc sg ψάλτριαι , ψάλτρια female harper fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαλτριῶν — ψάλτρια female harper fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαλτρίαις — ψάλτρια female harper fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψάλτριαι — ψάλτρια female harper fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψάλτριαν — ψάλτρια female harper fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκρη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 950 μ., 221 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ελασσόνος του νομού Λαρίσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αντιχασίων. * * * και άκρα, η (Α ἄκρη και ἄκρα) (Ν και άκρια) 1. το έσχατο όριο ή σημείο πράγματος ή εκτάσεως (σε αντιδιαστολή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”